-
1 Ουρανία
Οὐρανίᾱ, Οὐρανίαthe moon: fem nom /voc /acc dualΟὐρανίᾱ, Οὐρανίαthe moon: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Οὐρανίαι, Οὐρανίαthe moon: fem nom /voc plΟὐρανίᾱͅ, Οὐρανίαthe moon: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ουρανία
οὐρανίᾱ, οὐράνιοςheavenly: fem nom /voc /acc dualοὐρανίᾱ, οὐράνιοςheavenly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————οὐρανίᾱͅ, οὐράνιοςheavenly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ουρανια
Iτά небесные явления или тайны(οὐράνιά τε καὴ χθονοστιβῆ Soph.)
IIadv. страшно, сильно(βρέμειν Eur.)
-
4 Ουρανια
эп.-ион. Οὐρᾰνίη ἥ Урания, «Небесная»1) эпитет Афродиты, как богини возвышенной любви - в отличие от Ἀφροδίτη Πάνδημος Her., Plat.2) муза астрономии Hes. -
5 οὐρανία
-
6 ουράνια
-
7 οὐράνια
-
8 Οὐρανία
Οὐρᾰνία ([dialect] Boeot. [full] Ὠρανία IG7.1804, also at Epidaurus, ib.42(1).283), [dialect] Ep. and [dialect] Ion. -ιη, ἡ, Urania, name of one of the Muses, Hes. Th.78; later, she was looked on esp. as the Muse of Astronomy, Cic.Div.1.11.17, al.II epith. of Aphrodite, opp. Ἀ. Πάνδημος, Pl.Smp. 181c, cf. Pi.Fr.122.4, Hdt.1.105; worshipped in Scythia, Id.4.59, IPE2.28 ([place name] Panticapaeum); in Amorgos, IG12(7).57 (iii B. C.).III the Arabians called the moon Ἀλιλάτ, i.e. Οὐρανίη, Hdt.3.8.V a plant, = ἶρις, Ps.-Dsc.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Οὐρανία
-
9 οὐρανία
οὐρανία, ἡ, ein Ballspiel, wobei man den Ball hoch in die Luft schlägt -
10 Οὐρανία
Βλ. λ. Ουρανία -
11 Οὐρανίᾳ
Βλ. λ. Ουρανία -
12 οὐρανία
Βλ. λ. ουρανία -
13 οὐρανίᾳ
Βλ. λ. ουρανία -
14 Ουρανία
-
15 ουράνια
(dinsel) gök, gökyüzü -
16 ἀκρ-ουρανία
ἀκρ-ουρανία, ἡ, schwülstiger Ausdruck, bei Luc. Lex. 15 der Gipfel des Himmels.
-
17 οὐράνιος
οὐράνιος, Sp., wie Luc. Dem. enc. 13 auch 2 Endgn, himmlisch, an, in, von dem Himmel; bes. ϑεοί, die im Himmel wohnen, H. h. Cer. 55; Θέμις, Ἀφροδίτη, Pind. frg. 6. 87 (wie Soph. El. 1053 u. Eur. Hipp. 59); auch οὐράνιαι allein, die Göttinnen, P. 2, 38; ἀστήρ, 3, 75; κίων, 1, 19; auch ὕδατα, Regen, Ol. 10, 2, wie Theophr. auch τὰ οὐράνια allein braucht; Aesch. unterscheidet Ag. 90 ϑεῶν τῶν τ' οὐρανίων τῶν τ' ἀγοραίων; auch οὐρανία γέννα, Prom. 164; οὐράνιος πόλος, 927; ἄστρα, 1051; αἰϑήρ, Soph. O. R. 866 (wie Eur. αἰϑέρα οὐράνιον, Hec. 1100); ἀστραπή, O. C. 1465, wo man des Metrums wegen οὐράνια ändert, was adverbialisch zu fassen, vom Himmel, wie etwa ἵππον οὐράνια βρέμοντα, Eur. Troad. 1159, s. aber unten; φῶς, Soph. Ant. 935, der οὐράνια καὶ χϑονοστιβῆ einander gegenübersetzt, O. R. 301; οὐρανίων μακάρων, Eur. Herc. Fur. 758; ϑεοί, El. 1235; u. in Prosa, οὐρανίη Ἀφροδίτη, Her. 4, 59; Plat. Conv. 181 c; ἄκραν ὑπὸ τὴν οὐρανίαν ἁψῖδα πορεύονται, Phaedr. 247 b; ϑεοί, Legg. VIII, 828 c u. öfter; οὐράνια σημεῖα, Himmels-, Lufterscheinungen, Xen. Cyr. 1, 6, 2; ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον, zum Himmel, Ar. Vesp. 1530. – Auch übertr., gewaltig, groß, den höchslmöglichen Grad einer Sache bezeichnend, ἀμβόασαν οὐράνι' ἄχη, Aesch. Pers. 565; vgl. B-A. 4, 20, ἀνεβόησεν οὐράνιον ὅσον, σημαίνει τὸ ὑπερβεβηκὸς καὶ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ ἧκον; Soph. vrbdt Τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, οὐράνιον ἄχος, Ant. 414, nach den Alten Staubwolke, Andere fassen es in eigentlicher Bdtg, Himmelsleid; aber ἄταν οὐρανίαν φλέγων ist »gewaltig groß« Ai. 194; dah. Ar. Ran. 781. 1131 οὐράνιον ὅσον ἡμάρτηκα, wie ϑαυμαστὸν ὅσον.
-
18 Ουρανίας
Οὐρανίᾱς, Οὐρανίαthe moon: fem acc plΟὐρανίᾱς, Οὐρανίαthe moon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 Οὐρανίας
Οὐρανίᾱς, Οὐρανίαthe moon: fem acc plΟὐρανίᾱς, Οὐρανίαthe moon: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ουράνιος
α, ο [ος и ία, ον 1.1) небесный, относящийся к нёбу;ουράνιο τόξο — радуга;
ουράνιος θόλος — небосклон;
ουράνια σώματα — небесные тела;
2) перен. небесный, прелестный, изуми тельный;ουράνια φωνή — изумительный голос;
ουράνιον κάλλος — небесная красота;
2.:τα ουράνια — небеса;
ανεβάζω στα ουράνι — превозносить до небес
См. также в других словарях:
Οὐρανία — Οὐρανίᾱ , Οὐρανία the moon fem nom/voc/acc dual Οὐρανίᾱ , Οὐρανία the moon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανία — οὐρανίᾱ , οὐράνιος heavenly fem nom/voc/acc dual οὐρανίᾱ , οὐράνιος heavenly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίᾳ — οὐρανίᾱͅ , οὐράνιος heavenly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
Οὐρανίᾳ — Οὐρανίαι , Οὐρανία the moon fem nom/voc pl Οὐρανίᾱͅ , Οὐρανία the moon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… … Dictionary of Greek
οὐράνια — οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc pl οὐράνιος heavenly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίας — Οὐρανίᾱς , Οὐρανία the moon fem acc pl Οὐρανίᾱς , Οὐρανία the moon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐρανίαι — Οὐρανία the moon fem nom/voc pl Οὐρανίᾱͅ , Οὐρανία the moon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek